- ἀντίψηφος
- ἀντίψηφοςvoting againstmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντίψηφος — ἀντίψηφος, ον (Α) αυτός που ψηφίζει εναντίον κάποιου, που αντιτίθεται σε κάποιον … Dictionary of Greek
ἀντίψηφον — ἀντίψηφος voting against masc/fem acc sg ἀντίψηφος voting against neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek